- ελαφρυντικό(ν)
- το чаще πλ. смягчающее вину обстоятельство, оправдание;
δεν έχω κανένα ελαφρυντικό(ν) — не иметь никакого оправдания
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
δεν έχω κανένα ελαφρυντικό(ν) — не иметь никакого оправдания
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ελαφρυντικός — ή, ό 1. αυτός που επιφέρει ελάφρυνση, ανακούφιση 2. το ουδ. ως ουσ. λόγος, αιτία που επιβάλλει ή επιτρέπει επιείκεια κατά την κρίση («το ελαφρυντικό τού προτέρου εντίμου βίου», «το ελαφρυντικό τής εφηβικής ηλικίας», «καταδίκη χωρίς ελαφρυντικά») … Dictionary of Greek
ελαφρυντικός — ή, ό 1. ανακουφιστικός, καταπραϋντικός: Ελαφρυντικά φάρμακα. 2. (νομ.), που συνεπάγεται μετριασμό στον καταλογισμό σφάλματος ή αδικήματος: Ελαφρυντικά δεδομένα. 3. το ουδ., ελαφρυντικό και συνήθ. στον πληθ., ελαφρυντικά λόγοι που επιβάλλουν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Άλενμπι, Έντμουντ Χένρι — (Edmund Henry Allenby, Λονδίνο 1861 1936). Άγγλος στρατιωτικός. Kατατάχθηκε στον στρατό το 1879 και πήρε μέρος στις εκστρατείες της Αφρικής, ιδίως εναντίον των Μπόερς. Το 1914 πολέμησε επικεφαλής μεραρχίας ιππικού στη Γαλλία και την περίοδο 1915… … Dictionary of Greek